- ψυχομαραίνω
- (αόρ. ψυχομάρανα) μετ. изводить, терзать душу, иссушать, мучить;
ψυχομαραίνομαι — изнывать, томиться, чахнуть
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψυχομαραίνομαι — изнывать, томиться, чахнуть
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψυχομαραίνω — Ν φθείρω κάποιον προκαλώντας του ψυχικό πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + μαραίνω] … Dictionary of Greek
μαραίνω — (AM μαραίνω) 1. κάνω ένα φυτό να χάσει τη θαλερότητα του, συντελώ στο να ξεραθεί ένα φυτό (α. «ο ήλιος μάς μάρανε τα λουλούδια» β. «ἐπὶ ἀνθέων τών μαραινομένων», Ερμογ.) 2. μτφ. κάνω κάποιον ή κάτι να χάσει τη ζωτικότητα και τη φρεσκάδα του,… … Dictionary of Greek